Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
ὑπομελαίνω
ὑπομελανδρυώδης
ὑπομελανίζω
ὑπομέλας
ὑπομέμφομαι
View word page
ὑπόμειγμα
ὑπόμειγμα, ατος, τό,
A). mixture, Plu. 2.934d .


ShortDef

mixture

Debugging

Headword:
ὑπόμειγμα
Headword (normalized):
ὑπόμειγμα
Headword (normalized/stripped):
υπομειγμα
IDX:
108754
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108755
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπόμειγμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">mixture,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.934d </span>.</div> </div><br><br>'}