Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
ὑπομέλαθρα
View word page
ὑπόμαστρος
ὑπόμαστρος
,
ον
,
A).
=
ὑπεύθυνος, ἔστωσαν ὑπόμαστροι .. διπλασίου
IG
5(1).1390.51
(Andania, i B. C.).
ShortDef
liable (under audit)
Debugging
Headword:
ὑπόμαστρος
Headword (normalized):
ὑπόμαστρος
Headword (normalized/stripped):
υπομαστρος
IDX:
108749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108750
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπόμαστρος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπεύθυνος, ἔστωσαν ὑπόμαστροι .. διπλασίου</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 5(1).1390.51 </span> (Andania, i B. C.).</div> </div><br><br>'}