Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
ὑπομειδιάω
ὑπομειόομαι
ὑπομείων
View word page
ὑπομάστιος
ὑπομάστιος,
A). v. ὑπομάσθιος.


ShortDef

under the breast, sucking

Debugging

Headword:
ὑπομάστιος
Headword (normalized):
ὑπομάστιος
Headword (normalized/stripped):
υπομαστιος
IDX:
108748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108749
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπομάστιος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπομάσθιος.</span> </div> </div><br><br>'}