Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπομαίνομαι
ὑπόμακρος
ὑπομαλακίζομαι
ὑπομάλακος
ὑπομαλάσσω
ὑπομανιώδης
ὑπομαντεύομαι
ὑπομαραίνομαι
ὑπόμαργος
ὑπομαρμαίρω
ὑπομαρτυρέω
ὑπομάσθιος
ὑπομάσσω
ὑπομάστιος
ὑπόμαστρος
ὑπομάσχαλος
ὑπόμαυρος
ὕπομβρος
ὑπομεθύω
ὑπόμειγμα
ὑπομείγνυμι
View word page
ὑπομαρτυρέω
ὑπομαρτῠρέω, in Pass.,
A). receive testimony, ἐπὶ τῇ σεμνότητι τοῦ βίου CIG 4415 (Cilicia).


ShortDef

receive testimony

Debugging

Headword:
ὑπομαρτυρέω
Headword (normalized):
ὑπομαρτυρέω
Headword (normalized/stripped):
υπομαρτυρεω
IDX:
108745
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108746
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπομαρτῠρέω</span>, in Pass., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">receive testimony,</span> <span class="quote greek">ἐπὶ τῇ σεμνότητι τοῦ βίου</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">CIG</span> 4415 </span> (Cilicia).</div> </div><br><br>'}