Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτητος
ἀνυπηρέτατος
ἀνυπόγραφος
ἀνυποδεσία
ἀνυποδήματος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόληπτος
ἀνυπόλογος
ἀνυπομενετέος
ἀνυπομένητος
ἀνυπόμνηστος
ἀνυπομόνητος
View word page
ἀνυπόζωστος
ἀνυπό-ζωστος
,
ον
, of ships,
A).
without
ὑπόζωμα
(q.v.),
IG
2.789b79
,
83
.
ShortDef
without ὑπόζωμα (ropes, braces around the hull)
Debugging
Headword:
ἀνυπόζωστος
Headword (normalized):
ἀνυπόζωστος
Headword (normalized/stripped):
ανυποζωστος
IDX:
10873
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10874
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπό-ζωστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, of ships, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">without</span> <span class="foreign greek">ὑπόζωμα</span> (q.v.), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 2.789b79 </span>,<span class="bibl"> 83 </span>.</div> </div><br><br>'}