ὑπολογίζομαι
ὑπολογ-ίζομαι,
A). take into account, take account of, ὑ. εἰς τὴν μίσθωσιν put the payment to the account of .. , ib. 2492.26 :— Pass. in pass. sense, -ισθεισὼν τῶν γεγενημένων προσόδων SIG 364.92 (Ephesus, iii B. C.); ὑπολογ-ισθήσεται ἡ τιμὴ εἰς τὰς γινομένας ἀναφοράς PRev.Laws 34.9 (iii B. C.).
2). τὴν τιμὴν ἐκ τῶν ὀψωνίων ὑ. deduct the price from .. , : so in Act., 6.39.15 Geog. 1.14.6 , and Pass., ib. 1.13.3 .
3). metaph., take into account, κίνδυνον ὑ. τοῦ ζῆν ἢ τεθνάναι Ap. 28b ; τοὺς παρεληλυθότας πόνους Phdr. 231b ; τὸ ἀλγεινόν Grg. 480c , cf. , 18.99 197 ; οὐδὲν ὑπελογίζοντο τὰς νίκας (sc. τοῦ Κίμωνος) , cf. 4.33 ; 1.5 μηδὲν ὑ. τὸ ξενικὸν [τῶν νόμων], ἂν βελτίους φαίνωνται Lg. 702c ; ὑ.. . εἰ ἀποθνῄσκειν δεῖ πρὸ τοῦ ἀδικεῖν Cri. 48d .