Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποληρέω
ὑπολησμοσύνη
ὑποληψείδιον
ὑπόληψις
ὑπολιγαίνω
ὑπολίζων
ὑπόλιθος
ὑπόλιμνος
ὑπολιμπάνω
ὑπολιμώδης
ὑπόλινον
ὑπολιπαίνω
ὑπολίπαρος
ὑπολιπής
ὑπολισθάνω
ὑπόλισπος
ὑπόλιχνος
ὑπολογέω
ὑπολογή
ὑπολογίζομαι
ὑπολογιμαῖος
View word page
ὑπόλινον
ὑπόλινον· τὸ ὅρμινον, Hsch.


ShortDef

sage

Debugging

Headword:
ὑπόλινον
Headword (normalized):
ὑπόλινον
Headword (normalized/stripped):
υπολινον
IDX:
108699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108700
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπόλινον·</span> <span class="foreign greek">τὸ ὅρμινον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}