ὑπολιμπάνω
ὑπολιμπάνω, collat. form of ὑπολείπω,
2). Med., leave over, μὴ ὑπολιμπάνεσθε leave no arrears (uncollected), PHib. 1.45.13 (iii B. C.); reserve, κερμάτιον εἰς τοὺς προστάντας τῆς σωτηρίας ἡμων PSI 4.392.4 (iii B. C.).