Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνυπέροχος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυπήκοος
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτητος
ἀνυπηρέτατος
ἀνυπόγραφος
ἀνυποδεσία
ἀνυποδήματος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
ἀνύποιστος
ἀνυποιστότης
ἀνυπόκριτος
ἀνυπόληπτος
View word page
ἀνυποδήματος
ἀνυπο-δήματος, ον,
A). = ἀνυπόδητος , AB 82 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνυποδήματος
Headword (normalized):
ἀνυποδήματος
Headword (normalized/stripped):
ανυποδηματος
IDX:
10868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10869
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπο-δήματος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνυπόδητος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 82 </span>.</div> </div><br><br>'}