Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑποληΐς
ὑποληκάω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτικός
ὑποληπτός
ὑποληρέω
ὑπολησμοσύνη
ὑποληψείδιον
ὑπόληψις
View word page
ὑπόλημψις
ὑπόλημψις,
A). v. ὑπόληψις.


ShortDef

taking-up: reply, impression, assumption

Debugging

Headword:
ὑπόλημψις
Headword (normalized):
ὑπόλημψις
Headword (normalized/stripped):
υπολημψις
IDX:
108682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108683
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπόλημψις</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπόληψις.</span> </div> </div><br><br>'}