Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
ὑπολήγω
ὑποληΐς
ὑποληκάω
ὑπόλημμα
ὑπόλημψις
ὑπολήνιον
ὑποληνίς
ὑπόληξις
ὑποληπτέον
ὑποληπτικός
ὑποληπτός
ὑποληρέω
View word page
ὑποληΐς
ὑποληΐς,
A). v. ὑπολαΐς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποληΐς
Headword (normalized):
ὑποληΐς
Headword (normalized/stripped):
υποληις
IDX:
108679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108680
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποληΐς</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπολαΐς.</span> </div> </div><br><br>'}