Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπολανθάνω
ὑπολάπαρος
ὑπολαπάσσω
ὑπολέγω
ὑπολέθριος
ὑπολείβω
ὑπόλειμμα
ὑπολειπτέον
ὑπολειπτικός
ὑπολείπω
ὑπολειτουργός
ὑπόλειψις
ὑπόλεπρος
ὑπολεπτολόγος
ὑπόλεπτος
ὑπολεπτύνω
ὑπολευκαίνομαι
ὑπολευκανθίζω
ὑπολευκίζω
ὑπόλευκος
ὑπολευκόχρως
View word page
ὑπολειτουργός
ὑπολειτουργός
,
ὁ
,
A).
=
λειτουργός
IV,
Herm.
ap.
Stob.
1.21.9
.
ShortDef
astral gods
Debugging
Headword:
ὑπολειτουργός
Headword (normalized):
ὑπολειτουργός
Headword (normalized/stripped):
υπολειτουργος
IDX:
108667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108668
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπολειτουργός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">λειτουργός</span> IV, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herm.</span> </span> ap. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Stob.</span> 1.21.9 </span>.</div> </div><br><br>'}