Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑπόκωφος
ὑπολάζυμαι
ὑπολαιμίζω
ὑπολαΐς
ὑπολακτίζω
ὑπολαλέω
ὑπολαμβάνω
ὑπολαμπάς
ὑπολαμπής
ὑπόλαμπρος
ὑπολάμπτειρα
ὑπολάμπω
ὑπόλαμψις
ὑπολανθάνω
ὑπολάπαρος
ὑπολαπάσσω
ὑπολέγω
ὑπολέθριος
ὑπολείβω
ὑπόλειμμα
ὑπολειπτέον
View word page
ὑπολάμπτειρα
ὑπολάμπ-τειρα·
Ἑκάτη ἐν Μιλήτῳ,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑπολάμπτειρα
Headword (normalized):
ὑπολάμπτειρα
Headword (normalized/stripped):
υπολαμπτειρα
IDX:
108654
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108655
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπολάμπ-τειρα·</span> <span class="foreign greek">Ἑκάτη ἐν Μιλήτῳ,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}