Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνυπέρεκτος
ἀνυπερθεσία
ἀνυπερθετέω
ἀνυπέρθετος
ἀνυπέροχος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυπήκοος
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτητος
ἀνυπηρέτατος
ἀνυπόγραφος
ἀνυποδεσία
ἀνυποδήματος
ἀνυποδησία
ἀνυποδητέω
ἀνυπόδητος
ἀνυπόδικος
ἀνυπόζωστος
ἀνυπόθετος
View word page
ἀνυπηρέτητος
ἀνυπηρέ-τητος, hyperdor.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνυπηρέτητος
Headword (normalized):
ἀνυπηρέτητος
Headword (normalized/stripped):
ανυπηρετητος
IDX:
10864
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10865
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπηρέ-τητος</span>, hyperdor.</div><br><br>'}