Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρίνω
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτήρ
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρουνιδία
ὑπόκρουσις
ὑποκρουσταλίς
ὑποκρούω
ὑποκρύπτω
ὑποκούφιος
ὑπόκρυφος
ὑποκρώζω
ὑποκτυπέω
ὑποκυάνεος
ὑποκυβερνάω
ὑποκυδής
ὑποκύκλιος
View word page
ὑποκρουσταλίς
ὑποκρουσταλίς·
εἶδος τοῦ λίνου σπέρματος,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποκρουσταλίς
Headword (normalized):
ὑποκρουσταλίς
Headword (normalized/stripped):
υποκρουσταλις
IDX:
108620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108621
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποκρουσταλίς·</span> <span class="foreign greek">εἶδος τοῦ λίνου σπέρματος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}