Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποκοσμήτης
ὑποκουρίζομαι
ὑποκουφίζω
ὑπόκουφος
ὑποκρατήριον
ὑποκράτησις
ὑποκρέκω
ὑποκρεμάννυμι
ὑπόκρημνος
ὑπόκρηνος
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρίζω
ὑποκρίνω
ὑποκρισία
ὑπόκρισις
ὑποκριτήρ
ὑποκριτής
ὑποκριτικός
ὑποκρουνιδία
ὑπόκρουσις
ὑποκρουσταλίς
View word page
ὑποκρητηρίδιον
ὑποκρητηρίδιον, ὑποκρητήριον, Ion. for ὑποκρατ-.


ShortDef

stand for a krater

Debugging

Headword:
ὑποκρητηρίδιον
Headword (normalized):
ὑποκρητηρίδιον
Headword (normalized/stripped):
υποκρητηριδιον
IDX:
108610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108611
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποκρητηρίδιον</span>, <span class="orth greek">ὑποκρητήριον</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ὑποκρατ-.</span> </div><br><br>'}