Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνύπαρκτος
ἀνυπαρξία
ἀνυπείκαστον
ἀνύπεικτος
ἀνυπεξαιρέτως
ἀνυπέραρτος
ἀνυπέρβατος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπέρεκτος
ἀνυπερθεσία
ἀνυπερθετέω
ἀνυπέρθετος
ἀνυπέροχος
ἀνυπεύθυνος
ἀνυπήκοος
ἀνυπηλιφής
ἀνύπηνος
ἀνυπηρεσία
ἀνυπηρέτητος
ἀνυπηρέτατος
ἀνυπόγραφος
View word page
ἀνυπερθετέω
ἀνυπερθε-τέω,
A). do immediately, to be hasty, ib. 77(78).21 .


ShortDef

do immediately, to be hasty

Debugging

Headword:
ἀνυπερθετέω
Headword (normalized):
ἀνυπερθετέω
Headword (normalized/stripped):
ανυπερθετεω
IDX:
10856
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10857
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπερθε-τέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">do immediately, to be hasty,</span> ib.<span class="bibl"> 77(78).21 </span>.</div> </div><br><br>'}