ὑποκλάω
ὑποκλάω [ᾰ],
2). break by degrees, break down, ὑπέκλασε δεῖμα .. ἠνορέην :— Pass., 4.483 ὑποκλώμενοι τὰς ψυχάς BJ 7.8.7 ; θυμὸς ὑποκλασθείς AP 5.215 ( ).
3). enclose in a bend, γραμμὴν τὴν -κλῶσαν τοὺς τρεῖς δακτύλους (in palmistry) Cat.Cod.Astr. 7.238 .