ἀνυπέρβλητος
ἀνυπέρ-βλητος, ον,
A). not to be surpassed or outdone, φιλία Cyr. 8.7.15 ; ἀρετή ; 4.71 φιλοτιμία ; 2.18 εὔνοια ; 101 ἄνθρωπος ἀ. εἰς πονηρίαν ; 168.5 τάχη Ep. 1p.10U. Adv. -τως Rh. 1370b31 , Pyth. Sim. 144 .
2). persistent, obstinate, of disease, . 13.61