ὑποκάτω
ὑποκάτω [ᾰ], Adv.
A). below, under, c. gen., ὑ. τῆς ἐκροῆς Phd. 112d ; ὑ. ἐμοῦ κατακλίνου Smp. 222e ; τὸ ὑ. τοῦ νοηθέντος Ep. 1p.18U. ; τὸ Αητῷον, ὃ ὑ. Πουρέου ἐστί SIG 826 E 34 (Delph., ii B. C.): abs., Lg. 844c , IG 12(5).872.19 (Tenos, iii B. C.); ὑ. παραγράψαι τι Eux. 30 .
II). in Logic, τὸ ὑ. γένος the subordinate genus, opp. τὸ ἐπάνω, Top. 143a21 ; τὰ ὑ. ib. 122a9 , al.