Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποκατάρατος
ὑποκατασκευάζω
ὑποκατασκευή
ὑποκατάστασις
ὑποκαταστάτης
ὑποκατάστατος
ὑποκαταστέλλω
ὑποκαταφρονέω
ὑποκαταχέω
ὑποκάτειμι
ὑποκατέρχομαι
ὑποκατεσθίω
ὑποκατέχω
ὑποκατορύσσω
ὑποκάτω
ὑποκάτωθεν
ὑποκατώρυχος
ὑπόκαυσις
ὑποκαυστήριον
ὑποκαύστης
ὑπόκαυστον
View word page
ὑποκατέρχομαι
ὑποκατ-έρχομαι,
A). = ὑποκαταβαίνω, τὸ ὑποκατελθόν , = ἐναιώρημα , of urine, Gal. 19.606 .


ShortDef

go down (as sediment)

Debugging

Headword:
ὑποκατέρχομαι
Headword (normalized):
ὑποκατέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
υποκατερχομαι
IDX:
108513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108514
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποκατ-έρχομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑποκαταβαίνω, τὸ ὑποκατελθόν</span> , = <span class="ref greek">ἐναιώρημα</span> , of urine, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.606 </span>.</div> </div><br><br>'}