Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀνυδρείω
ἀνύμφευτος
ἀνυμφής
ἄνυμφος
ἀνύξιον
ἀνυόδρομος
ἀνυπαίτιος
ἀνυπάκουστος
ἀνύπαρκτος
ἀνυπαρξία
ἀνυπείκαστον
ἀνύπεικτος
ἀνυπεξαιρέτως
ἀνυπέραρτος
ἀνυπέρβατος
ἀνυπέρβλητος
ἀνυπέρεκτος
ἀνυπερθεσία
ἀνυπερθετέω
ἀνυπέρθετος
ἀνυπέροχος
View word page
ἀνυπείκαστον
ἀνυπείκαστον, sine expl., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀνυπείκαστον
Headword (normalized):
ἀνυπείκαστον
Headword (normalized/stripped):
ανυπεικαστον
IDX:
10848
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10849
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀνυπείκαστον</span>, sine expl., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}