Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποικουρέω
ὑποικουρία
ὑποιμώζω
ὕποινος
ὑποϊππαρχέω
ὑποιστέον
ὑποιστός
ὑποϊσχάνω
ὑποΐσχομαι
ὑποίσω
ὑποκαγκελίζω
ὑποκαθαίρω
ὑποκάθαρσις
ὑποκαθέζομαι
ὑποκάθημαι
ὑποκαθίζω
ὑποκαθίημι
ὑποκάθισμα
ὑποκαθίσταμαι
ὑποκαθιστής
ὑποκαίω
View word page
ὑποκαγκελίζω
ὑποκαγκελίζω, dub. sens.,
A). ἔχοντες φακούς, ὑποκαγκελίζοντας τοὺς ὀφθαλμούς Cat.Cod.Astr. 7.221 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποκαγκελίζω
Headword (normalized):
ὑποκαγκελίζω
Headword (normalized/stripped):
υποκαγκελιζω
IDX:
108463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108464
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποκαγκελίζω</span>, dub. sens., <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ἔχοντες φακούς, ὑποκαγκελίζοντας τοὺς ὀφθαλμούς</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Cat.Cod.Astr.</span> 7.221 </span> .</div> </div><br><br>'}