Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποθωπεύω
ὑποθωρήσσομαι
ὑποθωΰσσω
ὑποϊάστιος
ὑποϊάχω
ὑποίγνυμι
ὑποιδαίνω
ὑποιδαλέος
ὑποιδέω
ὕποιδος
ὑποίζεσθαι
ὑποικέω
ὑποικίζομαι
ὑποικοδομέω
ὕποικος
ὑποικουρέω
ὑποικουρία
ὑποιμώζω
ὕποινος
ὑποϊππαρχέω
ὑποιστέον
View word page
ὑποίζεσθαι
ὑποίζεσθαι·
ὑπονοεῖν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποίζεσθαι
Headword (normalized):
ὑποίζεσθαι
Headword (normalized/stripped):
υποιζεσθαι
IDX:
108448
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108449
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποίζεσθαι·</span> <span class="foreign greek">ὑπονοεῖν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}