Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποεπιμόριος
ὑποεργεπιστάτης
ὑποεργός
ὑποέστης
ὑποζάκορος
ὑποζατηθείς
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικὸς
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζηνην
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
ὑποζυγιώδης
ὑπόζυγος
ὑποζυγόω
ὑποζυμόομαι
ὑποζωγραφέω
View word page
ὑποζηνην
ὑποζηνην
(acc. sg. masc.), dub. sens. in
Sammelb.
7357.15
(iii A. D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποζηνην
Headword (normalized):
ὑποζηνην
Headword (normalized/stripped):
υποζηνην
IDX:
108375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108376
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποζηνην</span> (acc. sg. masc.), dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 7357.15 </span> (iii A. D.).</div><br><br>'}