Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποείκαθε
ὑποεικτός
ὑποεπιμερής
ὑποεπιμόριος
ὑποεργεπιστάτης
ὑποεργός
ὑποέστης
ὑποζάκορος
ὑποζατηθείς
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικὸς
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζηνην
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
ὑποζυγή
ὑποζύγιον
View word page
ὑποζατηθείς
ὑποζατηθείς· ὑποκατασχών, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποζατηθείς
Headword (normalized):
ὑποζατηθείς
Headword (normalized/stripped):
υποζατηθεις
IDX:
108370
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108371
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποζατηθείς·</span> <span class="foreign greek">ὑποκατασχών,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}