Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποείκαθε
ὑποεικτός
ὑποεπιμερής
ὑποεπιμόριος
ὑποεργεπιστάτης
ὑποεργός
ὑποέστης
ὑποζάκορος
ὑποζατηθείς
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικὸς
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζηνην
ὑποζητέω
ὑποζοφόεις
ὑποζυγέω
View word page
ὑποέστης
ὑποέστης· χιτών, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποέστης
Headword (normalized):
ὑποέστης
Headword (normalized/stripped):
υποεστης
IDX:
108368
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108369
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποέστης·</span> <span class="foreign greek">χιτών,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}