Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποδυσχεραίνω
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποείκαθε
ὑποεικτός
ὑποεπιμερής
ὑποεπιμόριος
ὑποεργεπιστάτης
ὑποεργός
ὑποέστης
ὑποζάκορος
ὑποζατηθείς
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικὸς
ὑπόζευξις
ὑποζέω
ὑποζηνην
View word page
ὑποεπιμόριος
ὑπο-επιμόριος, ον,
A). = ὑπεπιμόριος , Iamb. l. c.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποεπιμόριος
Headword (normalized):
ὑποεπιμόριος
Headword (normalized/stripped):
υποεπιμοριος
IDX:
108365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108366
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπο-επιμόριος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπεπιμόριος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> </span> l. c.</div> </div><br><br>'}