Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσχεραίνω
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
ὑποδύω
ὑποδώριος
ὑποείκαθε
ὑποεικτός
ὑποεπιμερής
ὑποεπιμόριος
ὑποεργεπιστάτης
ὑποεργός
ὑποέστης
ὑποζάκορος
ὑποζατηθείς
ὑποζεύγνυμι
ὑποζευκτικὸς
View word page
ὑποείκαθε
ὑποείκᾰθε, ὑποείκω,
A). v. ὑπεικ-.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποείκαθε
Headword (normalized):
ὑποείκαθε
Headword (normalized/stripped):
υποεικαθε
IDX:
108362
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108363
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποείκᾰθε</span>, <span class="orth greek">ὑποείκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπεικ-.</span> </div> </div><br><br>'}