Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποδράω
ὑποδρήσσω
ὑποδρηστήρ
ὑπόδριμυς
ὑποδρομέω
ὑποδρομή
ὑπόδρομος
ὑπόδρομος
ὑπόδροσος
ὑπόδυμα
ὑποδύνω
ὑπόδυσις
ὑποδύσκολος
ὑποδύστροπος
ὑποδυσφορέω
ὑποδύσφορος
ὑποδυσχεραίνω
ὑποδυσώδης
ὑποδυσωπέομαι
ὑποδυτήριον
ὑποδύτης
View word page
ὑποδύνω
ὑποδύνω,
A). v. ὑποδύω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποδύνω
Headword (normalized):
ὑποδύνω
Headword (normalized/stripped):
υποδυνω
IDX:
108349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108350
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποδύνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑποδύω.</span> </div> </div><br><br>'}