ὑποδίφθερος
ὑποδίφθερος, ον, or α, ον,(διφθέρα)
A). clothed in skins, Tim. 7 ; so of sheep, bratted, wearing leather coats to protect their fleeces, PCair.Zen. 430.3 , PHib. 1.32.12 , PPetr. 3p.269 , PLond.ined. 2308 (all iii B. C.); ὑποδιφθέρας τρέφουσι ποίμνας ἱκανῶς ἀστείας ἐρέας ; 4.4.3 ἔχει (sc. ἡ χώρα) προβατείαν ὑποδιφθέρου καὶ μαλακῆς ἐρέας . 12.3.13