Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδακτής
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
ὑποδιπλόω
View word page
ὑποδιδακτής
ὑποδῐδακτής
,
οῦ
,
ὁ
, = sq.,
Gloss.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
ὑποδιδακτής
Headword (normalized):
ὑποδιδακτής
Headword (normalized/stripped):
υποδιδακτης
IDX:
108303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108304
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποδῐδακτής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}