Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποδιάκων
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδακτής
ὑποδιδάσκαλος
ὑποδιδράσκω
ὑποδίδωμι
ὑποδιήγησις
ὑπόδικος
ὑποδιμερής
ὑποδινέομαι
ὑποδιοικητής
ὑποδιπλάσιος
View word page
ὑποδιάφορος
ὑποδιά-φορος, ον,
A). subdivided, Gal. 19.602 .


ShortDef

subdivided

Debugging

Headword:
ὑποδιάφορος
Headword (normalized):
ὑποδιάφορος
Headword (normalized/stripped):
υποδιαφορος
IDX:
108302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108303
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποδιά-φορος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">subdivided,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.602 </span>.</div> </div><br><br>'}