Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιάκων
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδακτής
ὑποδιδάσκαλος
View word page
ὑποδιαλείπω
ὑποδια-λείπω
,
A).
intermit a little,
of the pulse,
Gal.
8.487
.
ShortDef
intermit a little
Debugging
Headword:
ὑποδιαλείπω
Headword (normalized):
ὑποδιαλείπω
Headword (normalized/stripped):
υποδιαλειπω
IDX:
108294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108295
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποδια-λείπω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">intermit a little,</span> of the pulse, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.487 </span>.</div> </div><br><br>'}