Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
ὑποδιαιρέω
ὑποδιακονέω
ὑποδιακονικός
ὑποδιάκονος
ὑποδιακρίνω
ὑποδιάκων
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδιαλείπω
ὑποδιανοέομαι
ὑποδιαπήγνυμαι
ὑποδιασπάομαι
ὑποδιαστολή
ὑποδιασύρω
ὑποδιατρίβω
ὑποδιαφθείρω
ὑποδιάφορος
ὑποδιδακτής
View word page
ὑποδιαλαμβάνω
ὑποδια-λαμβάνω,
A). distinguish in succession, Phld. Rh. 2.64 S.


ShortDef

distinguish in succession

Debugging

Headword:
ὑποδιαλαμβάνω
Headword (normalized):
ὑποδιαλαμβάνω
Headword (normalized/stripped):
υποδιαλαμβανω
IDX:
108293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108294
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποδια-λαμβάνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">distinguish in succession,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.</span> 2.64 </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> </div> </div><br><br>'}