Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποδεσμός
ὑποδεύω
ὑποδέχνυμαι
ὑποδέχομαι
ὑποδέω
ὑποδηλόω
ὑποδήλωσις
ὑπόδημα
ὑποδηματάριος
ὑποδημάτιον
ὑποδηματοποιός
ὑποδηματορράφος
ὑποδηματουργικός
ὑποδηματουργός
ὑπόδημον
ὑποδῃόομαι
ὑπόδησις
ὑποδιαβάλλω
ὑποδιαβιβρώσκομαι
ὑποδιαζευκτικός
ὑποδιαίρεσις
View word page
ὑποδηματοποιός
ὑποδημ-ᾰτοποιός, ,
A). sandalmaker, Gloss., prob. in IG 22.1576.37 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποδηματοποιός
Headword (normalized):
ὑποδηματοποιός
Headword (normalized/stripped):
υποδηματοποιος
IDX:
108276
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108277
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποδημ-ᾰτοποιός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sandalmaker, Gloss.,</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1576.37 </span>.</div> </div><br><br>'}