Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποδειρίς
ὑποδέκομαι
ὑποδεκτέον
ὑποδεκτήριον
ὑποδέκτης
ὑποδεκτικός
ὑποδελεάζω
ὑπόδεμα
ὑποδέμω
ὑποδενδρυάζω
ὑποδέννω
ὑποδεξίη
ὑποδέξιος
ὑπόδεξις
ὑποδέραιον
ὑποδερίδιον
ὑποδερίς
ὑποδέρκομαι
ὑποδερματῖτις
ὑποδερμίς
ὑποδέρω
View word page
ὑποδέννω
ὑποδέννω,
A). v. ὑποδέω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποδέννω
Headword (normalized):
ὑποδέννω
Headword (normalized/stripped):
υποδεννω
IDX:
108248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108249
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποδέννω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑποδέω.</span> </div> </div><br><br>'}