Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποδείδω
ὑποδείελος
ὑποδείκνυμι
ὑποδεικτέος
ὑποδείκτης
ὑποδειλιάω
ὑποδειμαίνω
ὑπόδειξις
ὑποδειπνέω
ὑποδειρίς
ὑποδέκομαι
ὑποδεκτέον
ὑποδεκτήριον
ὑποδέκτης
ὑποδεκτικός
ὑποδελεάζω
ὑπόδεμα
ὑποδέμω
ὑποδενδρυάζω
ὑποδέννω
ὑποδεξίη
View word page
ὑποδέκομαι
ὑποδέκομαι,
A). v. ὑποδέχομαι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποδέκομαι
Headword (normalized):
ὑποδέκομαι
Headword (normalized/stripped):
υποδεκομαι
IDX:
108239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108240
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποδέκομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑποδέχομαι.</span> </div> </div><br><br>'}