ὑποδεής
ὑποδεής (A), ές,(δέομαι)
A). somewhat deficient, inferior; used only in Comp. ὑποδεέστερος.
I). of persons, lower in degree, , 1.91 134 ; κυνίδια τῶν ἀνθρώπων καὶ τῇ γνώμῃ καὶ τῇ γλώσσῃ ὑ. Oec. 13.8 .
b). younger, (vi A. D.), 23.16 PLond. 5.1708.37 (vi A. D.).
2). of things, ἐκ πολλῷ ὑποδεεστέρων with resources much inferior, ; 2.89 αὐτὸς ἑωυτοῦ ῥέει -έστερος, of the Nile, ; 2.25 τέχνη ἐκείνης -τέρα Euthd. 289e ; δηλοῦται .. ὑποδεέστερα ὄντα τῆς φήμης inferior to report, i. e. exaggerated, ; 1.11 ἔστι δὲ τοῦτο ὑ., of bee-bread, HA 623b24 .