Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπόγυος
ὑπογύπωνες
ὑπόγυρος
ὑποδαίω
ὑποδάκνω
ὑπόδακρυς
ὑποδακρύω
ὑποδαμνάω
ὑπόδασυς
ὑποδεδιώς
ὑποδέδρομε
ὑποδεής
ὑποδεής
ὑπόδειγμα
ὑποδειγματίζω
ὑποδειγματικός
ὑποδειγματισμός
ὑποδείδω
ὑποδείελος
ὑποδείκνυμι
ὑποδεικτέος
View word page
ὑποδέδρομε
ὑποδέδρομε,
A). v. ὑποτρέχω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποδέδρομε
Headword (normalized):
ὑποδέδρομε
Headword (normalized/stripped):
υποδεδρομε
IDX:
108222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108223
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποδέδρομε</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑποτρέχω.</span> </div> </div><br><br>'}