Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποβλητικῶς
ὑπόβλητος
ὑποβλίττω
ὑποβλώψ
ὑποβοηθέω
ὑποβοηθός
ὑπόβοικος
ὑποβολεύς
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑπόβολος
ὑποβομβέω
ὑποβορβόριον
ὑποβορβορύζω
ὑποβόσκομαι
ὑποβουκόλος
ὑπόβραγχος
ὑποβραχεῖν
ὑπόβραχυς
ὑποβρέμω
ὑποβρέχω
View word page
ὑπόβολος
ὑπόβολ-ος,
A). f.l. for ὑπώβολος (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπόβολος
Headword (normalized):
ὑπόβολος
Headword (normalized/stripped):
υποβολος
IDX:
108134
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108135
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπόβολ-ος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f.l. for <span class="ref greek">ὑπώβολος</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}