Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποβλέφαρα
ὑποβλήδην
ὑπόβλημα
ὑποβλητέος
ὑποβλητικῶς
ὑπόβλητος
ὑποβλίττω
ὑποβλώψ
ὑποβοηθέω
ὑποβοηθός
ὑπόβοικος
ὑποβολεύς
ὑποβολή
ὑποβολιμαῖος
ὑπόβολος
ὑποβομβέω
ὑποβορβόριον
ὑποβορβορύζω
ὑποβόσκομαι
ὑποβουκόλος
ὑπόβραγχος
View word page
ὑπόβοικος
ὑπόβοικος,
A). v. ὕποικος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπόβοικος
Headword (normalized):
ὑπόβοικος
Headword (normalized/stripped):
υποβοικος
IDX:
108130
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108131
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπόβοικος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὕποικος.</span> </div> </div><br><br>'}