Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβάτης
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβρώσκομαι
ὑποβινητιάω
ὑπόβλαισος
ὑποβλαστάνω
ὑποβλάττα
ὑποβλεπτικῶς
ὑποβλέπω
ὑποβλέφαρα
ὑποβλήδην
ὑπόβλημα
View word page
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ [φῠ], ᾰκος, ,
A). sub-librarian, BGU 660.9 (iii A. D.).


ShortDef

sub-librarian

Debugging

Headword:
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
Headword (normalized):
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
υποβιβλιοθηκοφυλαξ
IDX:
108112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108113
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ</span> <span class="pron greek">[φῠ]</span>, <span class="itype greek">ᾰκος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sub-librarian</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 660.9 </span> (iii A. D.).</div> </div><br><br>'}