Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ὑποβάλημα
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβασμός
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
ὑποβατήρ
ὑποβάτης
ὑποβδύλλω
ὑποβεβηκότως
ὑποβένθιος
ὑποβήσσω
ὑποβιβάζω
ὑποβιβασμός
ὑποβιβαστικός
ὑποβιβλιοθηκοφύλαξ
View word page
ὑποβαστακτήρ
ὑποβαστακτήρ
,
ῆρος
,
ὁ
,
A).
underbearer,
Hsch.
s.v.
ἐρείσματι.
ShortDef
underbearer
Debugging
Headword:
ὑποβαστακτήρ
Headword (normalized):
ὑποβαστακτήρ
Headword (normalized/stripped):
υποβαστακτηρ
IDX:
108102
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108103
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποβαστακτήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">underbearer,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">ἐρείσματι.</span> </div> </div><br><br>'}