Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποακταίνομαι
ὑποάμουσος
ὑποβαθμός
ὑπόβαθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλημα
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
ὑποβαρβαρίζω
ὑποβάρβαρος
ὑποβαρύνομαι
ὑπόβασις
ὑποβάσκανος
ὑποβασμός
ὑποβαστάζω
ὑποβαστακτήρ
View word page
ὑποβάλημα
ὑποβάλημα, τό, dub. sens. in Ostr.Strassb. 713 , 753 (farm accounts, ii A.D.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποβάλημα
Headword (normalized):
ὑποβάλημα
Headword (normalized/stripped):
υποβαλημα
IDX:
108092
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108093
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποβάλημα</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Ostr.Strassb.</span> 713 </span>,<span class="bibl"> 753 </span> (farm accounts, ii A.D.).</div><br><br>'}