Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπνοφόβης
ὑπνοφόρος
ὑπνόω
ὑπνώδης
ὑπνωδία
ὑπνώσσω
ὑπνωτικός
ὑπνώω
ὑπό
ὑποακραῖος
ὑποακταίνομαι
ὑποάμουσος
ὑποβαθμός
ὑπόβαθρα
ὑπόβαθρον
ὑποβαίνω
ὑποβάκχειος
ὑπόβακχος
ὑποβάλημα
ὑποβάλλω
ὑποβάπτω
View word page
ὑποακταίνομαι
ὑποακταίνομαι,
A). v. ὑπερικταίνοντο.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑποακταίνομαι
Headword (normalized):
ὑποακταίνομαι
Headword (normalized/stripped):
υποακταινομαι
IDX:
108084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108085
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑποακταίνομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπερικταίνοντο.</span> </div> </div><br><br>'}