Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπηρετικός
ὑπήρετις
ὑπήτιον
ὑπήτριον
ὑπηχέω
ὑπηῷος
ὑπίημι
ὑπίλλω
ὔπισθα
ὐπίσσω
ὑπίστημι
ὑπισχνέομαι
ὕπισχνος
ὑπίχνιος
ὑπναλέος
ὑπναπάτης
ὑπνηλός
ὑπνηρός
ὑπνίδιος
ὑπνίζω
ὑπνικός
View word page
ὑπίστημι
ὑπίστημι, Ion. for ὑφίστημι.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπίστημι
Headword (normalized):
ὑπίστημι
Headword (normalized/stripped):
υπιστημι
IDX:
108055
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108056
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπίστημι</span>, Ion. for <span class="foreign greek">ὑφίστημι.</span> </div><br><br>'}