Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπηρετησία
ὑπηρέτησις
ὑπηρετητέον
ὑπηρετικός
ὑπήρετις
ὑπήτιον
ὑπήτριον
ὑπηχέω
ὑπηῷος
ὑπίημι
ὑπίλλω
ὔπισθα
ὐπίσσω
ὑπίστημι
ὑπισχνέομαι
ὕπισχνος
ὑπίχνιος
ὑπναλέος
ὑπναπάτης
ὑπνηλός
ὑπνηρός
View word page
ὑπίλλω
ὑπίλλω,
A). v. ὑπείλλω, ὑπειλέομαι.


ShortDef

to force underneath

Debugging

Headword:
ὑπίλλω
Headword (normalized):
ὑπίλλω
Headword (normalized/stripped):
υπιλλω
IDX:
108052
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108053
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπίλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ὑπείλλω, ὑπειλέομαι.</span> </div> </div><br><br>'}