Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπηρέα
ὑπηρεάζω
ὑπηρέμᾰ
ὑπηρεσία
ὑπηρέσιον
ὑπηρετεία
ὑπηρετεύω
ὑπηρετέω
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτης
ὑπηρετησία
ὑπηρέτησις
ὑπηρετητέον
ὑπηρετικός
ὑπήρετις
ὑπήτιον
ὑπήτριον
ὑπηχέω
ὑπηῷος
ὑπίημι
ὑπίλλω
View word page
ὑπηρετησία
ὑπηρετ-ησία, , = sq., Gloss.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπηρετησία
Headword (normalized):
ὑπηρετησία
Headword (normalized/stripped):
υπηρετησια
IDX:
108042
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108043
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπηρετ-ησία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, = sq., <span class="title" style="font-style: italic;">Gloss.</span> </div><br><br>'}