Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ὑπήλατος
ὑπηλιφής
ὑπημάτιος
ὑπημύω
ὑπηνέμιος
ὑπήνεμος
ὑπήνη
ὑπηνήτης
ὑπηνόβιος
ὑπηοῖος
ὑπήρατος
ὑπηρέα
ὑπηρεάζω
ὑπηρέμᾰ
ὑπηρεσία
ὑπηρέσιον
ὑπηρετεία
ὑπηρετεύω
ὑπηρετέω
ὑπηρέτημα
ὑπηρέτης
View word page
ὑπήρατος
ὑπήρατος· λογομάχος, ὑπέρλαμπρος, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ὑπήρατος
Headword (normalized):
ὑπήρατος
Headword (normalized/stripped):
υπηρατος
IDX:
108031
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-108032
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ὑπήρατος·</span> <span class="foreign greek">λογομάχος, ὑπέρλαμπρος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}